-
1 feshetme
ακύρωση, ανάκληση -
2 fesih
ακύρωση, ανάκληση -
3 iptal
ακύρωση, κατάργηση -
4 terkin
ακύρωση -
5 odvolání
ακύρωση -
6 annulment
ακύρωση -
7 cancellation
ακύρωση -
8 anulowanie
ακύρωση -
9 unieważnienie
ακύρωση -
10 ревокация
1. (дипл.) η ανάκληση 2. торг. η ακύρωση εντολής 3. эк. η ακύρωση επιταγής (από τον εκδότη της).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ревокация
-
11 уничтожение
1. (истребление) η καταστροφή, η εξολόθρευση, η εξόντωση, η συντριβή, η εξαφάνιση, η εκμηδένιση 2. (нейт-рализация, компенсация) η εξουδετέρωση, η ακύρωση 3. (упразднение, ликвидация) η ακύρωση, η κατάργηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уничтожение
-
12 ликвидация
-
13 отмена
отмена ж η ματαίωση· η κατάργηση, η ακύρωση (расторжение)* * *жη ματαίωση; η κατάργηση, η ακύρωση ( расторжение) -
14 расторжение
расторжение с η ακύρωση; \расторжение брака η διάλυση του γάμου* * *сη ακύρωσηрасторже́ние бра́ка — η διάλυση του γάμου
-
15 аннулирование
-я ουδ.ακύρωση• κατάργηση•аннулирование государственных долгов η ακύρωση των κρατικών δανείων.
-
16 кассация
-и θ.1. έφεση, προσφυγή στο εφετεία,2. αίτηση αναίρεσης•подать -ю υποβάλλω έφεση.
3. ακύρωση•кассация выборов προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο για ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων.
-
17 отмена
-ы θ.κατάργηση• ακύρωση•отмена налога κατάργηση του φόρου•
отмена закона κατάργηση νόμου•
отмена частной собственности κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας•
отмена приговора ακύρωση δικαστικής απόφασης•
отмена крепостного права κατάργηση της δουλοπαροικίας.
|| ανάκληση•отмена приказания ανάκληση διαταγής.
|| αναβολή•отмена спектакля αναβολή του θεάματος.
εκφρ.в -у – αντ αυτού, ως αντικαταστάτης (αναπληρωτής)• αντί του..., στη θέση του... -
18 расторжение
-я ουδ.ακύρωση, κατάργηση• ξέσχισμα• διάλυση•расторжение договора ξέσχισμα της συνθήκης•
расторжение соглашения ακύρωση της συμφωνίας•
расторжение брака διάλυση του γάμου.
-
19 аннулирование
η ακύρωση, η κατάργησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аннулирование
-
20 заказ
η παραγγελί/α, η εντολήобъём - а όγκος/ποσότητα της - αςгосударственный - κρατική/δημόσια -предварительный - προκαταρκτική/δοκιμαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заказ
См. также в других словарях:
ακύρωση — η η κατάργηση ή η ανάκληση του κύρους, της ισχύος μιας απόφασης κτλ.: Υποψήφιοι φοιτητές ζήτησαν την ακύρωση των εξετάσεων στη Χημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακύρωση — Η κήρυξη της ακυρότητας μιας δικαιοπραξίας. Ο όρος χρησιμοποιείται και ως α. διαδικασίας και σημαίνει θεσμό της ποινικής δικονομίας, ανάλογο προς την ανακοπή. Τέλος, το μέσο με το οποίο ζητείται από το Συμβούλιο Επικρατείας να ακυρώσει μια… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
διάρρηξη — Με την κυριολεκτική σημασία ο όρος σημαίνει σπάσιμο. Με τη μεταφορική του σημασία σημαίνει διακοπή, ακύρωση. (Νομ.) Η κατάργηση μιας δικαιοπραξίας ή μιας σχέσης. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και η… … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
ακυρωτική δικαιοδοσία — Η εξουσία των δικαστηρίων να ακυρώνουν αποφάσεις άλλων δικαστηρίων ή πράξεις των διοικητικών αρχών, που είναι αντίθετες στο σύνταγμα και τους νόμους. Η εξουσία αυτή ανήκει στα ακυρωτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο — Δικαστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται από 15 δικαστές και 8 γενικούς εισαγγελείς, οι οποίοι διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων για εξαετή θητεία. Αν και στη συνθήκη δεν ορίζεται κατανομή των δικαστών ανά… … Dictionary of Greek
έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… … Dictionary of Greek